φυσίζοος

φυσίζοος
-ον, Α
(κυρίως για τη γη) παραγωγικός, ιδίως αυτός που παράγει σιτάρι («φυσίζοος αἶα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < θ. φῡ- τού φύω / φύομαι (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. φύω) + -ζοος (< ζειά «είδος σιταριού», βλ. λ. ζειά). Ο τ. συνδέεται συχνά, παρετυμολογικώς, με τις λ. ζωή, ζῶ (βλ. και φυσίζωος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυσίζοος — producing masc/fem nom sg φῡσίζοος , φυσίζους masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσίζοον — φυσίζοος producing masc/fem acc sg φυσίζοος producing neut nom/voc/acc sg φῡσίζοον , φυσίζους masc/fem acc sg φῡσίζοον , φυσίζους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιζόου — φυσίζοος producing masc/fem/neut gen sg φῡσιζόου , φυσίζους masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιζόῳ — φυσίζοος producing masc/fem/neut dat sg φῡσιζόῳ , φυσίζους masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσίζοα — φυσίζοος producing neut nom/voc/acc pl φῡσίζοα , φυσίζους neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσίζοε — φυσίζοος producing masc/fem voc sg φῡσίζοε , φυσίζους masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • овин — род. п. овина сушилка для зерна, рига, копна ржи в 300 снопов , с. в. р. (Филин 113 и сл.), укр. овин, блр. ёвна, др. русск. овинъ (XIII в., Слово Христолюбца; согласно Соболевскому ( Slavia , 5, 450)). Родственно лит. jaujа амбар, льносушильня …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • CASTOR — I. CASTOR Cursor velocissimus. Pausan l. 3. II. CASTOR Historicus Rhodius, floruit sub Iulii Caesatis principatu, quem aliqui Galatam vocârunt, quia in Galatiâ vixerit. Putat Vossius, hunc eundem esse cum eo, cuius meminit Plin. loc. cit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”